- συντειχίζω
- Α1. οχυρώνω έναν τόπο με τείχος από κοινού με άλλους2. περιβάλλω με το ίδιο τείχος δύο πόλεις ή, γενικά, δύο τόπους («τὴν παλαιὰν πόλιν πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν συντειχίζειν», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τειχίζω (< τεῖχος)].
Dictionary of Greek. 2013.